Όπου κι αν πήγα μακριά
με έπαιρνε ο βαρδάρης απ’ το χέρι
και ιστορίες μου έλεγε
για ένα ποδήλατο παλιό ποδήλατο το καλοκαίρι
εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός τα ξημερώματα
να τρέχουμε στον Αξιό
για να μυρίσουμε του ουρανού τα χρώματα
Μα αυτό που θέλαμε πολύ
με λασπωμένα ρούχα
κοιτάζοντας τα παγωμένα τα νερά
ήτανε δώρο ένα καλοκαίρι
γεμάτα άνθη τα ξερά κλαδιά
κι ένα δρόμο
ένα δρόμο για να φτάσουμε ως την θάλασσα
Μια μέρα άρχισε να καίει η φωτιά
να καίει η φωτιά την φυλακή μου
και τα παράθυρα έγιναν κλαδιά
γεμάτα με πουλιά
που τραγουδούσαν μες το φως την σιωπή μου
Όπου κι αν πήγα μακριά με έβρισκε
η βοή του ποταμού
η παγωμένη η βροχή των ματιών σου
τα αυτοκίνητα με κυνηγούσαν μα εγώ
σκοπός της μοναξιάς αδελφός σου
Μες τα θολά μας τα νερά
μες τον δικό μας τον αέρα και το κρύο
να μην μπορώ να πω αντίο
στον δρόμο για την θάλασσα
Σάκης Αθανασιάδης cop.2025
κοιτάζοντας τα παγωμένα τα νερά
ήτανε δώρο ένα καλοκαίρι
γεμάτα άνθη τα ξερά κλαδιά
κι ένα δρόμο
ένα δρόμο για να φτάσουμε ως την θάλασσα
Μια μέρα άρχισε να καίει η φωτιά
να καίει η φωτιά την φυλακή μου
και τα παράθυρα έγιναν κλαδιά
γεμάτα με πουλιά
που τραγουδούσαν μες το φως την σιωπή μου
Όπου κι αν πήγα μακριά με έβρισκε
η βοή του ποταμού
η παγωμένη η βροχή των ματιών σου
τα αυτοκίνητα με κυνηγούσαν μα εγώ
σκοπός της μοναξιάς αδελφός σου
Μες τα θολά μας τα νερά
μες τον δικό μας τον αέρα και το κρύο
να μην μπορώ να πω αντίο
στον δρόμο για την θάλασσα
Σάκης Αθανασιάδης cop.2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου