Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Ναυαγός στο φεγγάρι του Αυγούστου-Σάκης Αθανασιάδης

                              

Ναυαγός στο φεγγάρι του Αυγούστου

 

Τρέχουν σαν τρελά τα αυτοκίνητα

μεθυσμένοι ιππότες την αγάπη γυρεύουν

ναυαγός στο φεγγάρι του Αυγούστου

θα ρωτήσω τα σύννεφα για εσένα αν ξέρουν

 

Μα φοβάμαι αν ρωτήσω τα σύννεφα

με βροχή θα απαντήσουν

θα ρωτήσω  τη θάλασσα μια νεράιδα που πάει

η αγάπη όταν κρυώνει

αν βρήκε σε άλλη αγκαλιά καλοκαίρι

ή αν ξενυχτάει μόνη

 

Ναυαγός στο φεγγάρι του Αυγούστου

τα παπούτσια μου έχω χάσει στα όνειρα

κι αν για σένα πνιγώ στης αγάπης τα κύματα

θα θελα στο φεγγάρι του Αυγούστου να μεθύσεις για εμάς

 

Πέφτουν αστέρια στη θάλασσα

νεράιδες χορεύουν στα κύματα

μια νύχτα ακόμα που τα μάτια μου

γυρεύουν τα δικά σου μηνύματα

μια νύχτα ακόμα που η αγάπη θα γίνει κρασί

Σάκης Αθανασιάδης Η βροχή χορεύει στα κεραμίδια (2022)


Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Η Μικρή Συμμορία-ΔΙΗΓΗΜΑ του Σάκη Αθανασιάδη

_Η ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ-

 ΔΙΗΓΗΜΑ του Σάκη Αθανασιάδη
Το βουητό του ανέμου δυνάμωνε, τους σκέπασε ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης. Τα κλαδιά των...
 

Η Συμμορία του Απογεύματος είναι ένα ταξίδι, ένα μαγευτικό ταξίδι, πάνω από τις
κόκκινες πόλεις, πάνω από τις πλατείες του έρωτα με την ανάσα της  ίδιας τη ζωής που πιστά χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη ο συγγραφέας.


_Η ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ
.
Το βουητό του ανέμου δυνάμωνε, τους σκέπασε ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν σαν πελώρια χέρια, γυμνά σαν αγάλματα από την πρώτη πάχνη του φθινόπωρου. Στο βάδισμά τους σάρωναν ξερά χόρτα που τα έπαιρνε ο βοριάς και τα ταξίδευε στη θάλασσα. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους το ακούραστο μάτι του ήλιου έσπερνε κίτρινο.
Φορούσαν κασκόλ και βαριά πανωφόρια, τα μικρά κορμιά τους έδειχναν σαν πάνινες μπάλες. Μέσα Νοέμβρη και ο ήλιος ήταν ανίκανος να τους ζεστάνει. Η λάμψη του μια αυταπάτη θερμότητας. Μόνο το έντονο φως του έμενε, τόσο πολύ που αν το έκοβες σε φέτες και το έκανες εξαγωγή σαν Ελλάδα θα γινόσουν πλούσιος.
Με τις ανάσες τους ζέσταιναν τα χέρια μιλώντας μεταξύ τους συνωμοτικά κι ανέβαιναν όλο και περισσότερο το ύψωμα. Λαχανιασμένοι, αλλά και σίγουροι πως η αποστολή τους άξιζε κάθε θυσία. Στις χούφτες τους κρατούσαν θρίαμβο, μα άφηναν τα χαμόγελα για αργότερα, όταν η αποστολή θα τελείωνε.
Φτάνοντας στο στόχο τους μαζεύτηκαν όλοι πίσω από ένα τοίχο, για να ξεκουραστούν. Με τα μάτια τους έψαξαν τη γύρω περιοχή, δεν υπήρχε κανείς.
«Περιμένετε, θα πάω εγώ» φώναξε ο Κώστας και προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα του μικρού ναού.
«Πρόσεχε να μην αφήσεις αποτυπώματα» τους φώναξαν οι άλλοι που έμειναν πίσω.
«Είμαστε τυχεροί, είναι ξεκλείδωτα» είπε λίγο πριν χαθεί μέσα στο εκκλησάκι.
Στάθηκαν όλοι ακίνητοι για ένα λεπτό, ένα λεπτό που έμοιαζε αιώνας, περιμένοντας την τιμωρία από τον ουρανό. Αφού δεν έγινε τίποτε άρχισαν να πανηγυρίζουν.
«Το δάχτυλό σου τρέχει ακόμη αίμα» είπε με συμπόνια ο Παύλος στο φίλο του καθώς άφηναν πίσω τους το εκκλησάκι.
«Το τρύπησα αρκετά» του απάντησε ο Κώστας φέρνοντας το πληγωμένο δάχτυλο στο στόμα, για να σταματήσει την αιμορραγία.
«Πάμε στα αμπέλια να κρυφτούμε κι από εκεί να βλέπουμε τον κόσμο όταν φτάσει» ακούστηκε να λέει ο Δημήτρης που ήταν ο μικρότερος της παρέας, σηκώνοντας ψηλά τα βαριά κιάλια του πατέρα του που είχε μαζί. 
Οι σφεντόνες χτυπούσαν στο στήθος τους καθώς άρχισαν να τρέχουν. Τα πρώτα δέντρα τους έκρυψαν στις σκιές τους. Τα είχαν καταφέρει και κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα, σίγουρα ήταν ανίκητοι σαν τους ήρωες στα βιβλιαράκια που διάβαζαν. Ήταν ο Μπλέκ, ο Ζαγκόρ, ο Όμπραξ και ο Κάπτεν Μάρκ.
Η μικρή συμμορία ξεχύθηκε στα αμπέλια αναζητώντας κάποιο πουλί να χτυπήσει με τις σφεντόνες της. Ο Παύλος, ο Κώστας, ο Δημήτρης και ο Τάσος, όλοι κάτω από δώδεκα χρονών. Ρουφούσαν τις ιστορίες από τα κόμικς που διάβαζαν και αγωνίζονταν να ξεπεράσουν τους ήρωές τους. Η παιδική τους άγνοια τους απαγόρευε να δουν οτιδήποτε άλλο πέρα από τη χαρά της περιπέτειας, αν και η τιμωρία δεν τους ήταν καθόλου άγνωστη. Η βέργα του δασκάλου παρέμενε μια μόνιμη απειλή. Τα καλοκαίρια που αυτός ο φόβος δεν υπήρχε γύριζαν πάνω κάτω στο χωριό από το πρωί ως το βράδυ και λειτουργούσαν σαν μια μυστική οργάνωση. Με αρχηγό, υπαρχηγό και μέλη.
Με κοντά παντελόνια έτρεχαν στις γειτονιές σημαδεύοντας με τις σφεντόνες τους εκτός από πουλιά και τζαμαρίες. Μερικές φορές έλυναν από τη βοσκή γαιδάρους τους καβαλούσαν κι έτρεχαν στους χωματόδρομους. Το ποτάμι ήταν το μόνο εμπόδιο που έφραζε την πορεία τους. Από τα αγαπημένα παιχνίδια των μικρών φίλων ήταν τα εμπόδια στους περαστικούς. Κρυμμένοι στην άκρη του δρόμου περίμεναν το θύμα τους και μόλις πλησίαζε στο σημείο της ενέδρας τραβούσαν ένα μακρύ σύρμα και ο περαστικός έπεφτε κάτω σα να τον χαστούκιζε ο θεός. Μετά χάνονταν στο σκοτάδι.
Οι μεγάλες απώλειες από χτυπήματα και σχισμένα ρούχα υπήρχαν στις ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις με τις άλλες γειτονιές. Λίγο πριν τη λήξη του αγώνα, όποια ομάδα έχανε μοίραζε κλωτσιές στα τυφλά κι έτσι η μάχη σώμα με σώμα άρχιζε. Συμμαθητές δεν υπήρχαν, μονάχα αντίπαλοι κι έπρεπε να συντριβούν με κάθε τρόπο.
Κουρασμένοι κάθισαν στη ρίζα ενός δέντρου να μετρήσουν τα πουλιά που είχαν χτυπήσει. Ο Κώστας έλειπε, τον έψαχναν με τα μάτια τους. Ξαφνικά από μακριά άκουσαν τη φωνή του.
«Παιδιά ελάτε…»
Την ώρα που είχαν σκαρφαλώσει σε μια αμυγδαλιά ακούστηκε από το χωριό η καμπάνα της εκκλησίας.
«Ξεκινάνε. Σε μια ώρα θα έχουν φτάσει. Μαζέψτε γρήγορα τα αμύγδαλα να βρούμε ένα σημείο να βλέπουμε καλύτερα» μουρμούρισε ο Κώστας.
Οι χωρικοί βάδιζαν αμίλητοι, τα πόδια τους είχαν το βάρος παρατημένων. Η σκόνη έσμιγε με τα χνώτα τους, αδιαμαρτύρητα έγλυφαν την κόκκινη λάσπη. Κανείς δεν θα ήθελε να κρατήσει στη μνήμη του όλα αυτά τα σκαμμένα απ’ τον μόχθο πρόσωπα, όλοι ήθελαν να τα πετάξουν μακριά σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Το ανθρώπινο ποτάμι ανέβαινε με δυσκολία το λόφο. Οι περισσότεροι περπατούσαν έχοντας το κεφάλι σκυμμένο προς τη γη λες και ήθελαν να παρατήσουν την κούρασή τους στο χώμα και να ελευθερωθούν. Πίσω του η κατακίτρινη από την ξηρασία πεδιάδα, δεκάδες χωριά και στο βάθος ο Αξιός ποταμός που το λιγοστό νερό του έφτανε ίσα-ίσα να ξεδιψάσουν τα κοπάδια με τα ζώα.
Θα μπορούσε ο θεός να δώσει εντολή στα σύννεφα να φέρουν βροχή κι όλη αυτή η λύπη να μετατραπεί σε χαρά; Κανείς δεν ήθελε να το συζητήσει με τον διπλανό του. Η τελευταία τους ελπίδα ήταν ο θεός και σε αυτόν έτρεχαν σήμερα. Χωρίς μεγάλη πίστη.
Ο παπάς του χωριού οδηγούσε την πορεία. Ο βοριάς έπαιζε με το άσαρκο κορμί του, συχνά του σήκωνε το ράσο, του έκρυβε το πρόσωπο κι έπεφτε καταγής, αλλά αυτός πεισματικά αγνοούσε όλα τα εμπόδια και συνέχιζε την πορεία.
Όταν έφτασε έξω από το εκκλησάκι στάθηκε ακίνητος. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξε άκεφα τον ουρανό ζητώντας βοήθεια. Κατόπιν έστρεψε το βλέμμα του προς τον κόσμο, μασούλισε μερικές λέξεις που κόλλησαν στα χείλη του και χαμογέλασε λυπημένα.
«Παρακαλώ να περιμένετε όλοι εδώ και να κάνετε απόλυτη ησυχία. Θα πάω μέσα να προσευχηθώ και να φέρω έξω την εικόνα» είπε στη συνέχεια με μεγάλη δυσκολία.
Η εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα είχε έρθει στη μακεδονική γη μαζί με τα κοπάδια των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη που κατέκλισαν τα γύρω χωριά και επέβαλαν μια σιωπηλή κυριαρχία στον ντόπιο πληθυσμό καθώς τον βρήκαν αφανισμένο από το ανελέητο κυνηγητό των Βουλγάρων και των Τούρκων. Άλλοτε η εικόνα έκλαιγε κι άλλοτε ακούγονταν ήχοι από το πουθενά. Μερικές γυναίκες έλεγαν πως γέννησαν, ενώ ο γιατρός τους τις είχε βγάλει στείρες, όταν στον ύπνο τους είδαν την εικόνα του αγίου.
Από την ανοιχτή πόρτα φαινόταν ο παπάς πεσμένος στα γόνατά του να προσεύχεται. Ο κόσμος άρχιζε να μουρμουρίζει για την καθυστέρηση. Αν ήσουν ξένος θα έτρεχες να φύγεις μακριά και να πετάξεις όλη τη λύπη που μάζεψες στο ύψωμα, αλλά σε αυτή τη λιτανεία δεν υπήρχαν ξένοι. Μονάχα οι απελπισμένοι χωρικοί και η μικρή συμμορία που είχε σκαρφαλώσει στα κλαδιά μιας μουριάς και παρατηρούσε με τα κιάλια αυτά που συνέβαιναν στο εκκλησάκι ελπίζοντας το αίμα που έτρεξε από το χέρι του Κώστα να μη πήγαινε χαμένο.
Ξαφνικά ο παπάς σηκώθηκε όρθιος. Πλησίασε την βαριά ξύλινη εικόνα και την πήρε στην αγκαλιά του σαν μωρό, κατόπιν έμεινε ακίνητος. Τα μάτια του βούρκωσαν, το ράσο του βρέχονταν από τα δάκρυα. Με αποφασιστικά βήματα προχώρησε προς την έξοδο αγνοώντας τις σκόρπιες φωνές και τον κόσμο που τον κύκλωνε. Έσπρωξε μερικούς κι ανέβηκε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Χωρίς να μιλήσει έκλεισε τα μάτια λες και οι εικόνες στη μνήμη του άρχισαν να λιγοστεύουν ή πως είχε ναυαγήσει σε κάποια θάλασσα κι έψαχνε τρόπο να σωθεί.
Σκούπισε τα υγρά του μάγουλα, αφήνοντας να περάσει ένα λεπτό αιώνιας σιωπής. Τέλος, έστρεψε την εικόνα προς το μέρος των χωρικών και τη σήκωσε ψηλά.
«Αυτή είναι η φωνή του θεού. Το αίμα που τρέχει εδώ σήμερα από την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Οι αμαρτίες μας είναι τόσες πολλές που ο θεός μας έστειλε ένα σημάδι για να βρούμε την αγάπη στην ψυχή μας» τα χέρια του έτρεμαν από τη συγκίνηση και ανίκανος για μια ακόμη φορά να κρύψει την συντριβή του, κάθισε στη πέτρα.
Το πλήθος γονάτισε. Χαμήλωσε τα μάτια στη γη κι άρχισε να προσεύχεται.
Ο παπάς σηκώθηκε ξανά όρθιος. Έμοιαζε σαν να γύριζε στο παρόν μετά από ένα μακρινό και κοπιαστικό ταξίδι.
«Θα κάνουμε αγρυπνία σήμερα. Ο θεός είναι μεγάλος και θα μας λυπηθεί αν ζητήσουμε συγνώμη για τις αμαρτίες μας» γύρω του κάποιοι γέροντες έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά κοιτάζοντας με δέος τον ουρανό.
«Ο θεός είναι εδώ, δεν μας ξέχασε, ας μην τον αφήσουμε να ξαναφύγει» είπε κάποιος πιο ψύχραιμος.
Ο ήλιος σταδιακά έδυε. Στην τελευταία του βουτιά πίσω απ’ το λόφο ένα κοπάδι μαυροπούλια σκέπασε τον ουρανό, πάνω απ’ τα κεφάλια των χωρικών, πριν χαθεί κι αυτό στο μισοσκόταδο.
Ο παπάς ακίνητος στη θέση του έμοιαζε με λείψανο κάποιας διαλυμένης αυτοκρατορίας.
«Να πάνε μερικοί στο χωριό να φέρουν ρούχα και να ειδοποιήσουν και τους άλλους» είπε ξαναβρίσκοντας τη δύναμή του την ώρα που η νύχτα έκρυβε τα πρόσωπα.
Περπατούσαν στο χωματόδρομο με τις τσέπες τους γεμάτες θρίαμβο. Έριχναν πότε- πότε μια ματιά στο εκκλησάκι και γελούσαν με τα σκόρπια φώτα που χόρευαν στο λόφο. Ξαφνικά ο βοριάς που φυσούσε με λύσσα για μέρες σταμάτησε. Τα σύννεφα άρχισαν να μουτζουρώνουν το φεγγάρι ώσπου το έσβησαν, την ώρα που τα παιδιά πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια του χωριού.
«Καλά τα καταφέραμε» είπε στους φίλους του ο Κώστας.
«Ο Μπλεκ δεν χάνει ποτέ» απάντησε ο Τάσος κι έσφιξε τη σφεντόνα.
«Παιδιά βρέχει…» ακούστηκε μια τρίτη φωνή. «Πάμε στα σπίτια μας γρήγορα θα γίνουμε μούσκεμα»
«Ουγκ…ο μεγάλος Μανιτού στέλνει τα δάκρυά του στα χλομά πρόσωπα» ψέλλισε ο Δημήτρης, παριστάνοντας τον ινδιάνο κι άρχισε να τρέχει καθώς η βροχή δυνάμωνε.
Μια συμμορία του απογεύματος, πολύ μακριά απ’ τον έρωτα, απ’ τον θάνατο και το φόβο…

Ο Σάκης Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1965 στο Άγιο Πέτρο του Κιλκίς και από τις όχθες του Αξιού ποταμού βρέθηκε στα ανθρώπινα ποτάμια της Αθήνας κυνηγώντας μια θέση στα Ελληνικά γράμματα. Τώρα διαμένει στην Λαμία, όπου εργάζεται στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το πεζογραφικό και ποιητικό του έργο έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ ποιήματά του βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες. Έχει κυκλοφορήσει δέκα βιβλία με ποιήματα, δύο βιβλία με διηγήματα, μία νουβέλα και ένα μυθιστόρημα. Οι ArpeggiosMP το 2012 είναι οι πρώτοι που μελοποίησαν στίχους του και παρουσίασαν σε μορφή video (youtube), ενώ η πρώτη του δισκογραφική παρουσία γίνεται στο τέλος του 2012 στο CD : Από το Μηδέν, του Γ. Δημητριάδη, το 2019 στίχοι του βρίσκονται στο CD : Το μεταξύ μας διάστημα του Β. Καζαντζή.


Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Ένα καλοκαίρι καρφωμένο στο μάγουλο -Σάκης Αθανασιάδης

Ένα καλοκαίρι καρφωμένο στο μάγουλο
 

Πατάει στις μύτες των ποδιών της
Και στον αέρα κολυμπάει
Σχεδιάζει χάρτινα πιστόλια
Και μια σφαίρα που χτυπάει

Μου λέει πως με αγαπάει
Αν θα χαθώ πολύ θα κλάψει
Μετά απλά θα με ξεχάσει
Κάθε φιλί μου θα το κάψει

Εγώ απλώνω τα εργαλεία
Φτιάχνω τραγούδια από χώμα
Της τα χαρίζω σαν παιγνίδια
Μα αυτή επιμένει να γελάει 

Με ένα καλοκαίρι καρφωμένο στο μάγουλο 
Ακόμη ελπίζω
Πως όταν κλείσει για καλά η πληγή
Θα πιστεύω σε αυτό που εγώ χτίζω

Πατάει στις μύτες των ποδιών της
Και στον αέρα κολυμπάει
Βασιλική ονόμασα την σφαίρα
Μα κάπου-κάπου το ξεχνάω

Μου λέει πως με αγαπάει
Πως είμαι ελεύθερος να φύγω
Κι εγώ ανοίγω μια πόρτα
Με ένα καλοκαίρι καρφωμένο στο μάγουλο 
Ακόμη ελπίζω

 

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

Και η αγάπη άφησε χιλιόμετρα να σβήσω-Σάκης Αθανασιάδης

Και η αγάπη άφησε χιλιόμετρα να σβήσω

Το πρώτο καλοκαίρι που ήσουνα μακριά
Είπα θα κρύψω τα όνειρα, θα προσπαθήσω
Μα οι ώρες κύλαγαν αργά
Και οι μέρες πήγαιναν πίσω και πάλι πίσω

Σου στέλνω ένα αστέρι για να πας
Το χρόνο άμα θέλεις πίσω
Καμιά φορά νομίζω πως γελάς
Και μες το όνειρο ζητάς να σε αφήσω

Το πρώτο καλοκαίρι που ήσουνα μακριά
Είπα θα ρίξω σύνορα για να κερδίσω
Μα είχες αλλάξει  πια πολύ
Και η αγάπη άφησε χιλιόμετρα να σβήσω

Σου στέλνω ένα κρασί άμα διψάς
Να πιεις πολύ να σε ζαλίσω
Καμιά φορά νομίζω με ζητάς
Και μες το σώμα σου θέλεις να μείνω και να ζήσω

 

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Βασίλισσα της βροχής-Σάκης Αθανασιάδης

 Βασίλισσα της βροχής

Σφαίρα στην ειρήνη ο έρωτας
Μια τουφεκιά αρκετή η φωτιά του να ανάψει
Για να μην χτυπηθείς τα παράθυρα κλείσε
Δουλειά στο γραφείο, λεφτά, την ρουτίνα μη χάσεις

Αφού εγώ δεν έχω κλέψει τα δώρα των μάγων
Κι έχω μαζί μου μονάχα όνειρα μικρά που διψάνε
Τι θέλω από εσένα τι ζητάω μη ρωτήσεις
Δεν ξέρω αλήθεια τι να σου απαντήσω

Μα αν την ψυχή σου ελεύθερη αφήσεις
Θα ακούσεις μια φωνή δυνατά που ρωτάει
Πως μεγαλώνουν τα μάτια στον δρόμο
Γιατί συνέχεια γκρινιάζεις το κορμί μου πονάει
Και τίποτα δεν θα έχεις να της πεις
Θα μοιάζεις με βασίλισσα της βροχής
Μα αυτή θα ρωτάει…

Τα πόδια μου βαριά ανάμεσα στο πλήθος
Πλησιάζουν μια σκιά που θέλει να με φάει
Κρύψου καλά από τον εαυτό σου
Γιατί ακόμα δεν σε φίλησα κι αιμορραγώ

Μα τώρα πρέπει να κρυφτώ κι εγώ
Γιατί το αίμα τέλειωσε με αυτούς τους λίγους στίχους
Εγώ δεν φταίω γι’ αυτό
Μάλλον θα φταίνε οι ποιητές
Που δεν κατάφεραν να σπάσουνε τους τοίχους

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Νυχτερίδες-Σάκης Αθανασιάδης

   Νυχτερίδες

Δεν ζητώ μαξιλάρι για ύπνους γλυκούς
Μα φωτιά να σου ανάψω τα μάτια
Δεν ζητώ ένα αστέρι με κρυμμένους θεούς
Μα εσένα με του αγγέλου τα μάτια

Νυχτερίδες που τις μέρες μου ακούν
Σε ηλεκτρονικά αρχεία
Νυχτερίδες που τα βήματά μου ακούν
Όταν βγαίνω με τραγούδια και βιβλία

Νυχτερίδες που όλο ψάχνουν για να βρουν
Μυστική  στα λόγια μου τελεία
Νυχτερίδες που στο μαύρο μόνο ζουν
Και μοιράζουνε στα δέντρα εξουσία

Δεν ζητώ να μου πεις λέξεις πάλι σοφές
Να μου φέρεις στο όνειρο φωτισμένα παλάτια
Ο δραπέτης θα μείνω απ' τους άγριους καιρούς
Να ζητώ ένα αέρα να μου πλένει τα μάτια

Νυχτερίδες που το αίμα κυνηγούν
Τα όνειρά μου νύχτα
Νυχτερίδες που σαν φίλες με κοιτούν
Μα μου ρίχνουν δίχτυα

Νυχτερίδες που στο φως αιμορραγούν
Στου ήλιου την  αλήθεια
Νυχτερίδες στη φωλιά τους θα κλειστούν
Με του χρόνου τη βοήθεια

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Γυμνή Περιοχή-Σάκης Αθανασιάδης

Γυμνή Περιοχή

Τον έρωτα θα πληρώνεις
Στις νύχτες τους
Θα μιλάς σιγά
Τα μάτια θα κλείνεις
Θα φωνάζεις απών.
Κλειστά παράθυρα
Θα κλέβουν τα μεσημέρια
Σε μια οθόνη θα μιλάς
Στον εαυτό σου
Φιλιά από σένα σε σένα
Ήσυχες μέρες.
Σε πόλεις που έχουν αστυνόμους
Για τον έρωτα και τη μοναξιά
Σε πόλεις βαμμένες σαν εταίρες
Πόσες ανάσες σου ’χουν μείνει;
Σάκης Αθανασιάδης

 

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

Μεγάλη ανατολή-Σάκης Αθανασιάδης

       Μεγάλη ανατολή

Κάθομαι εδώ και σκέφτομαι πως πέρασαν τα χρόνια
Πως έγιναν οι εραστές προσκυνητές
Πως έχτισαν τα όνειρα με δανεικά και τώρα
Ψάχνουν νερό για τη ψυχή με προσευχές

Ψάχνω να βρω τι έφταιξε και ταξιδεύω μόνος
Πως έγινες νοικοκυρά που κυνηγά σκιές
Ο έρωτας πως έπεσε στα δίχτυα της συνήθειας
Τα μάτια του πως έχασε σε άχρηστες ζωές
 
Πως περνάω εδώ, πως ζω, πως αντέχω
Μη με ρωτάς με σιωπή μιλάω στη βροχή
Το άρωμά σου φτάνει στην πρώτη της σταγόνα
Κι αυτό θα το ονομάσω αγάπη δυνατή

Κάθομαι εδώ κι σκέφτομαι τις πόλεις που περνάνε
Από τα μάτια μου μπροστά και τρέχουνε πολύ
Τι άφησαν στο παρελθόν που ήθελαν να πάνε
Μάλλον τα μάτια σου κοιτούν μεγάλη ανατολή

 

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Ο Αιχμάλωτος Θεός-Σάκης Αθανασιάδης

 

        Ο Αιχμάλωτος Θεός

Με τον καιρό κατάλαβα πως ήταν μια παγίδα
Να μπω κι εγώ στο σύστημα απλό λογισμικό
Κι αντί να ψάχνω πέρασμα στον έρωτα να πάω
Το Δία να μου δείχνουνε στο χώμα και γυμνό

Ψάχνω τη δύναμη λοιπόν να πάρω ένα ψαλίδι
Μήπως και κόψω το σκοινί που σφίγγει την καρδιά
Πριν η ανάσα μου η μικρή χαλάσει σαν παιγνίδι
Και με πετάξουν άχρηστο σε κάποια αμμουδιά

Βγάζω απ’ τα μάτια μου λάσπη και χώμα
Κι όλα τα ψεύτικα τα δώρα εκδοτών
Μιλάει ο καθρέπτης και μου λέει άκου τώρα
Ο ουρανός δεν δέχεται αιχμάλωτο θεό

Με τον καιρό κατάλαβα πως ήταν μια παγίδα
Να μπω κι εγώ στο κάστρο τους και εκεί να κλειδωθώ
Κι αντί να χτίζω όνειρα τη νύχτα με τους ήχους
Κατάδικος στο κάστρο τους τις πέτρες να χτυπώ

Χάθηκαν τα παιδιά απ’ το παράθυρό μου
Ξυπόλυτη πια βλέπω την ελπίδα σε παγκάκια
Να περπατάει μόνη νύχτα στα σοκάκια
Τα όνειρα στα χέρια της να λιώνουν παγωτό

Με τον καιρό κατάλαβα πως ήταν μια παγίδα
Να μπω κι εγώ στο κάδρο τους να φωτογραφηθώ
Μα το κουστούμι πούλησα να βρω μια ελπίδα
Για να μιλώ στον ήλιο μου και στο μικρό μου γιό

Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Ο δικός μου ο πόλεμος-Σάκης Αθανασιάδης

Ο δικός μου ο πόλεμος

 

Ο δικός μου ο πόλεμος

δεν έχει αγγέλους χτυπημένους από σφαίρες

ούτε έχει μετανάστες κρεμασμένους

στα καλώδια της τηλεόρασης

o δικός μου ο πόλεμος

έχει νερό να πλυθούνε τα μάτια

κι έρωτα

να ξαναζήσουν ελεύθερα τα σώματα

Η δική μου η θάλασσα

δεν βάζει φωτιά στα νησιά της

αγαπάει όλους τους θεούς

που δεν μιλάνε για θάνατο

η δική μου η θάλασσα

έχει τα δικά της τραγούδια

με το αλάτι

κλείνει τις πληγές της ψυχής

Το δικό μου χωράφι

δεν έχει φυτά που ναρκώνουν

ούτε έχει μηχανήματα

που αναζητάνε τη νύχτα χρυσό

έχει χιόνι, έχει βροχή, έχει ήλιο

έχει παιδιά, έχει ερωτευμένους

έχει εμένα που φοβήθηκα

να μεγαλώσω ένα παιδί για σκλάβο

Ο δικός μου ο πόλεμος

έχει ραγισμένα μάτια

τραγούδια έχει με σφαίρες

κι αγαπάει όλους τους θεούς

που δεν μιλάνε για θάνατο

Σάκης Αθανασιάδης Η βροχή χορεύει στα κεραμίδια (2022)

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Ο μαγικός φακός-Σάκης Αθανασιάδης

 
Ο μαγικός φακός

Το φεγγάρι φυλάει
Του Αυγούστου την θάλασσα
Κι αν μείνεις μαζί μου την νύχτα
Στον μαγεμένο αέρα
Θα ανάψω ένα φακό στην ψυχή σου
Να δεις τι υπάρχει πιο πέρα

Το νερό θα κυλάει
Στην ψυχή σου ο φόβος θα φεύγει
Κι αν πεις πως φοβάσαι τον κόσμο την μέρα
Στον μαγεμένο αέρα
Θα ανάψω με φιλιά το κορμί σου
Να δεις πως στον έρωτα μόνο πετάς

Κι αν περάσει μια μέρα
Η ψυχή και το σώμα σου είναι ίδια
Και τίποτα από αυτά δεν θυμάσαι
Θα είναι όλα μέσα σου ψέμα
Αλλά και πάλι το μαγικό φακό μη φοβάσαι
Μπορείς μονάχη να δεις τι υπάρχει πιο πέρα

Στην άμμο απλώνω
Μια πετσέτα πριν πέσει η νύχτα
Να έρθεις εκεί να με βρεις
Με ένα δάκρυ που καίει
Κι αν είμαι για σένα το λάθος  μπορείς να μου πεις
Γιατί δεν είμαι αλήθεια

Το φεγγάρι θα τρέχει
Στη σιωπή του Σεπτέμβρη
Το φως θα είναι υγρό ίσως κρυώνεις
Αλλά μη μου θυμώνεις
Στον μαγεμένο αέρα
Έχω τρόπους για να ζεσταθείς
  Το δαχτυλίδι της ελευθερίας -Σάκης Αθανασιάδης (2020)

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

Να πιστεύω ακόμα πως χορεύει η αγάπη γυμνή -Σάκης Αθανασιάδης

 Να πιστεύω ακόμα πως χορεύει η αγάπη γυμνή

Με γεμάτο το κεφάλι ταξίδια
Στη σκόνη του δρόμου εικόνες μαζεύω
Να φτιάξω  το δικό μου νησί
Να περνάνε τα σύννεφα χαμηλά το χειμώνα
Να πιστεύω ακόμα πως χορεύει η αγάπη γυμνή 
 
Και  θυμάμαι που έλεγες τη νύχτα θα δούμε
Πως  χορεύει στα σύννεφα η αγάπη γυμνή
Μα τα χέρια του χρόνου μόνο πέτρες μας  δώσαν
Και το μέλλον μας έγινε μια άμμος καυτή 
 
Θα γεράσεις το ξέρω θα αντέξεις την κρίση
Ογδόντα θα  φτάσεις να κοιτάς την τιβί
Θα ξανάρθει η δεξιά θα σου δώσει τη λύση
Μα νομίζω κάπου εκεί στα τριάντα
Είχες πει πως πετάς στο κουβά τη ψυχή 
 
Τα όμορφα τα σύννεφα μιλάνε με τα αστέρια
Λένε ιστορίες άγνωστες που εγώ δεν έχω ζήσει
Λένε για κάτι έρωτες που κράταγαν μαχαίρια
Λένε για τις αγάπες μου που έγιναν βροχή
 
Με γεμάτο το κεφάλι ταξίδια στη σκόνη του δρόμου
Στα μάτια σβησμένα τα φώτα πρωί
Τρέχω να φτάσω στη δουλειά να γεμίσω
Αξία να δώσω σε ένα άδειο κορμί

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Το δικό σου καλοκαίρι-Σάκης Αθανασιάδης

 Το δικό σου καλοκαίρι

Δεν θα σου δώσω διαδρομή
Για μια καλύτερη ζωή
Ο δρόμος μόνος θα σε βρει
Την γεύση της ζωής να σου χαρίσει

Ούτε θα πάρω το κλειδί
Να ανοίξω πόρτες στη ζωή να περπατήσεις
Γιατί σου δείχνω το πρωί
Απ’ το παράθυρο τον ήλιο
Να αγαπήσεις το δικό σου καλοκαίρι

Πήγαινε μόνος σου μπροστά
Μάτια μου θάλασσα και φως
Μα κοίτα πίσω
Αυτούς που ανέβηκαν ψηλά
Και καήκαν σαν τα χαρτιά για λίγο ίσκιο

Δεν θα σου μάθω να κρατάς
Στα μάτια χώμα απ’ τον φόβο
Ούτε τις νύχτες να μετράς
Τα βήματα για έναν ρόλο

Γιατί έχεις μάθει για καλά
Όρθιος να αντέχεις στην φωτιά
Κανείς να μην σου κλέψει
Το δικό σου καλοκαίρι

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Κανείς δεν θα ρωτήσει για την μικρή Ελπίδα-Σάκης Αθανασιάδης

 Κανείς δεν θα ρωτήσει για την μικρή  Ελπίδα

Φως ελληνικό φέρτε μου να δω
Μια χούφτα ήλιο να αναπνεύσω λίγο
Φέρτε μου να δω δρόμο αληθινό
Θάλασσα με όνειρα για να κολυμπήσω

Κόμματα με χρώματα με ξινά ονόματα
Τα ψέματα γιορτάζουν εκλογές πλησιάζουν
Λύκοι  που χορεύουν με κατασπαράζουν
Άγιος ο χειμώνας εγώ είσαι εσύ

Φως ελληνικό φέρτε μου να δω
Μια χούφτα ήλιο να αναπνεύσω λίγο
Θάλασσα με όνειρα για να κολυμπήσω
Φέρτε μου να δω φως Ελληνικό

Μέσα στην βροχή ακούω μια φωνή
Μυρίζω το άρωμά σου μα σβήνει η στιγμή
Σπίτι όταν γυρίζω μαζεύω αποκόμματα
Η άνοιξη όταν έρθει η μνήμη μη σβηστεί

Κανείς δεν θα ρωτήσει για την μικρή Ελπίδα
Ξυπόλητη που τρέχει μέσα στην καταιγίδα
Αγάλματα πατριώτες, άγιοι και πότες
Θα θέλουν να την σώσουν αφού την εξοντώσουν

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Ένα καλοκαίρι δεν φτάνει-Σάκης Αθανασιάδης

 Ένα καλοκαίρι δεν φτάνει

Τον Αύγουστο τα καλοκαιρία αρπάζουν τις πόλεις

σαν μαξιλάρια τις μεταφέρουν πέρα απ’ τα διόδια

και τις παρατάνε σε καθαρές ακτές

το σώμα κι η ψυχή τους βιαστικά να αναστηθούν

στην μυρωδιά της νύχτας

αλλά ένα καλοκαίρι δεν φτάνει

στα παιδιά να σκεπάσουν τον φόβο τους με άμμο

Τον Σεπτέμβρη τρένα πηγαίνουν την μοναξιά ως τα σύνορα

άνθρωποι φεύγουν απ’ το φως

γιατί οι φτωχοί πάντα θα χάνουν απ’ τα όνειρα

κι εσύ που μου άφησες έναν μαύρο μαρκαδόρο

να ζωγραφίσω την θάλασσα

θα ψάχνεις ένα τραγούδι με τις ήττες μου  

να γιορτάσεις την πρώτη βροχή

Ίσως γιατί δεν ζήτησες ποτέ σου να έρθει

το καλοκαίρι που θα αρπάζει το μαξιλάρι σου

να γεμίσεις με ουρανό τα μάτια σου

να μάθεις να δίνεις αυτό που δεν έχεις

γιατί ήξερες πως χωρίς αγάπη

ένα καλοκαίρι δεν φτάνει 

Σάκης Αθανασιάδης Η βροχή χορεύει στα κεραμίδια (2022)

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Μακριά απ’ τις φωνές των σκλάβων-Σάκης Αθανασιάδης

 
 Μακριά απ’ τις φωνές των σκλάβων

Δεν ήθελα να είμαι το σπίτι
που θα άφηνες τα όνειρά σου να κοιμηθούν
ούτε ήθελα να γίνω το πρώτο αστέρι
που θα έσβηνε στα μάτια σου
μόνο ήθελα να μείνω στο αίμα σου σαν καλοκαίρι
Δεν ήθελα να είμαι ο σκονισμένος δρόμος για τα παπούτσια σου
ούτε ήθελα να είμαι κοντά σου όταν πέφτεις
μπροστά στον καθρέπτη
κοιτώντας τα άσπρα μαλλιά σου
ήθελα να πιστέψω τον μύθο της αθανασίας
Δεν ήθελα να ακούω να μου λες
δεν έχτισα ένα σπίτι για σένα στη θάλασσα
την λάσπη να βγάλεις απ’ το αίμα σου
αλλά σε άφησα μονάχη να περάσεις τον εαυτό σου
και χάθηκα στο δάσος με τις καρδιές
ξυπόλητος στο ποτάμι χωρίς φαγητό
ψάχνοντας αυτό που για σένα δεν υπάρχει, την αγάπη
Όμως πάντα ήθελα να περπατήσω στη βροχή
πάντα ήθελα να μιλήσω στον άνεμο
για ένα καινούριο μου όνειρο
να μιλήσω μακριά απ’ τις φωνές των σκλάβων