Όταν γυρίζω το κλειδί στο σπίτι που μεγάλωσα
Ξυπόλυτα τα καλοκαίρια χαιρετάνε το παιδί
Μέσα στην σκόνη με ρωτάνε το αίμα μου αν χάλασα
Από γυναίκες που ζητούσαν έναν πρίγκιπα να ΄ρθει
Μετά από λίγο όταν ανοίγω τα παράθυρα
Ο ήλιος κάνει έφοδο να μπει
Μες τα δωμάτια ορμάει φως για να χορέψει
Μες το μυαλό μου να με εκδικηθεί
Όταν γυρίζω στο σπίτι που μεγάλωσα
Αφήνω κάθε ψέμα απ’ το μυαλό μου να χαθεί
Βάζω φωτιά σε κάθε νόμο που χαλάει χαμόγελο
Τίποτα δεν γνωρίζω από τέλος κι αρχή
Καθώς περνάνε οι ώρες και οι τοίχοι μου χαμογελάνε
Έξω στην αυλή γαβγίζει ένα σκυλί
Πάλι οι πρόσφυγες θα φτιάχνουν πλιθιά να μεγαλώνουν όπου
πάνε
Γιατί η αγάπη όταν καίει είναι δυνατή
Όταν μυρίζω το βρεγμένο χώμα στην αυλή μου
Πάω αμέσως να ανάψω
ένα κερί
Σε αυτούς που τρέχουνε στα σύννεφα ξυπόλυτοι ακόμα
Και με κρατάνε μακριά από την άδεια την ζωή