Η δική μας η θάλασσα
Ζητούσα λίγο αέρα, μιαν ανάσα
Όμως κανείς δεν ήξερε τι είναι αυτό
Χανόταν στο κρυφτό παρόν και μέλλον
Έχτιζε τις ζωές να μη τις δω
Κι εγώ μαζί τους έμοιαζα με πέτρα
Το ποτάμι που φράζει το νερό να μη κυλά
Μια βίδα για τη ψυχή και για το σώμα
Σιωπή να μοιράζω για να είμαι καλά
Αφού τις ρίζες μου τις πέταξα πες φταίω
Τα λύματα που πήρα αγκαλιά
Σε καταθέσεις, μετοχές, μεταλλαγμένες τροφές
Το μυαλό μου να καίω
Πες φταίω, που ξέχασα πως η δύση είναι πουτάνα παλιά
Μα όσο περνούσε ο καιρός είχα αρχίσει να κλαίω
Τα βλέφαρα στα μάτια μου καρφιά
Σαν έσβηνε το φως πολύ κενό σου λέω
Ο αέρας μύριζε καπνό από καμένη καρδιά
Γι’ αυτό πήρα απόφαση να πάω Αχερουσία
Μήπως και βρω κάποιο γνωστό πνεύμα εκεί
Η λίμνη είχε χαθεί μα βρήκα το μαντείο
Κάθισα ώρες μέσα σκάλιζα τη ψυχή
Το λόφο όταν κατέβηκα έπεσα στο ποτάμι
Και ο άγριος ο Αχέροντας με πήρε μακριά
Το παγωμένο του νερό στη θάλασσα με πάει
Σαν να μου έλεγε κρυφά: Γέμισες τη ψυχή
Σαν να μου έκλεγε κρυφά αυτή η δική μας θάλασσα
Θα περπατάει στο αίμα μας για πάντα σαν φωτιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου