«μείνε όρθιος...»
Τα μάτια του δρομέα
Όσες γυναίκες φίλησα
Όσες γυναίκες φίλησα
τις ερωτεύτηκα για ένα ψέμα
κι απ’ τον χορό τους έμαθα
τη νύχτα να αγαπάω
να κάθομαι στην θάλασσα και να μετράω
φώτα που φεύγουνε μακριά
και φώτα που επιστρέφουν
Τώρα που οι αγάπες μου γυμνές
στα σύννεφα κρυώνουν
και τα φιλιά ξεράθηκαν στα χείλη
αστέρια πέφτουνε βροχή
σπάνε τα μάτια μου καμιά φορά
να μην χαθούν στην λήθη
Κοιτάζω τα ταξίδια μου στους τοίχους
ονόματα πνιγμένα στο αλκοόλ με χαιρετάνε
φοράνε μάσκες, κρατούν λουλούδια με χτυπάνε
είναι παράξενη καμιά φορά η νύχτα
Tώρα που απαγορεύεται ο δρόμος
παραμονεύουν ξωτικά σε κάθε τοίχο
ποτέ δεν είμαι μόνος
φώτα που φεύγουνε μακριά
φώτα που επιστρέφουν
Βλέποντας απ’ το τζάμι την άνοιξη να τρέχει
Λίστα διαγραφής
Σβήνω το φως ανάβω ένα κερί
να δω καθαρά την ψυχή του πατέρα
που χορεύει στα κεραμίδια
να δω καθαρά τα κορίτσια που έτρεχαν μακριά
να γλιτώσουν απ’ τα όνειρα
γιατί φοβόταν να ρίξουν στη φωτιά το σκοτάδι
Κάθε μέρα που περνάει
γίνεται πιο μικρή η θάλασσα
στα μάτια σας
πολλές φορές μέσα τους αντί για ουρανό
βλέπω αεροπλάνα να ψεκάζουν
το εξαθλιωμένο πλήθος
που έχει δραπετεύσει από τα σπίτια του
Απαγορεύεται να βάζεις σφαίρες στους στίχους
γιατί θα χάσουν την ασυλία
αστυνόμοι δημοσιογράφοι που φυλακίζουν
σώματα στους υπολογιστές
τα πετάνε σαν άχρηστο αρχείο στον κάδο
πριν τα διαγράψουν οριστικά
Mα εσείς γελάτε πίσω απ’ τις οθόνες
αγνοώντας πως είστε οι επόμενοι στην λίστα διαγραφής
όμως τα μάτια της νύχτας γνωρίζουν πως
μια μικρή φωτιά είναι αρκετή
να κάψει τα παράθυρα της μοναξιάς
Μια μέρα σήκωσε απ’ το χώμα