Οι αστυνόμοι της σκιάς
Μάζεψαν επαγγελματίες που χειροκροτούν σε κηδείες
το ένδοξο παρελθόν του έθνους
μουντζούρωσαν τα όνειρα για να μυρίζουν σάπιο κρέας
να κλέψουν τον ήλιο απ’ τις ψυχές
εύκολα να πουληθεί στις αγορές της
Ευρώπης
Έτσι γέμισαν τους δρόμους με τράπεζες
έφεραν τις κατάλληλες σκιές που έμοιαζαν με ανθρώπους
έφτιαξαν την αστυνομία της σκιάς
τα λόγια των σοφών έβαλαν σε κουστούμια
πήραν ένα πληκτρολόγιο κι άλλα ηλεκτρονικά όπλα
και σιγά-σιγά άρχισαν να κλέβουν ήλιο από τις ψυχές
ώσπου ο ήλιος χάθηκε
Αλλά κανένα στην πολιτεία δεν τον πείραξε που ήταν νύχτα μέσα του
αφού οι τράπεζες έδιναν χρήματα σε όποιον άνοιγε την πόρτα
κι αυτός αγόραζε, αγόραζε, αγόραζε να γεμίσει τα μάτια του
χωρίς να καταλάβει ποτέ του πως άδειαζε η ψυχή
Γιατί οι αστυνόμοι της σκιάς τους είχαν κάνει όλους να πιστέψουν
πως ο ήλιος της ψυχής καίει τα μάτια
κι αν δεν τον διώξεις μακριά σε κάνει επικίνδυνο για τον εαυτό σου
τυφλό που αφήνεις τους άλλους να κερδίζουν
Μα πέρασαν τα χρόνια τα χρήματα τελείωσαν
οι γείτονες μάλωναν μεταξύ τους
τα αδέλφια μάλωναν μεταξύ τους
τα παγκάκια έγιναν κρεβάτια
κι οι αστυνόμοι της σκιάς φόρεσαν τα ρούχα πολιτικών
έγραφαν κι έσβηναν νόμους στα αγγλικά
λίγο χώμα, λίγο γυμνό και μερικούς νεκρούς
να δώσουν στους πιστούς τους να φάνε
Σάκης Αθανασιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου